βαθυκρημνος

βαθυκρημνος
    βαθύκρημνος
    βαθύ-κρημνος
    2
    1) утесистый, обрывистый
    

(ἀκταί Pind.)

    2) с крутыми берегами
    

(ἅλς Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαθυκρημνος" в других словарях:

  • βαθύκρημνος — βαθύκρημνος, ον (AM) με ψηλούς βράχους, απόκρημνος …   Dictionary of Greek

  • βαθύκρημνον — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem acc sg βαθύκρημνος with high cliffs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνοιο — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνοισι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνου — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνων — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύκρημνοι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»